αεροπορική πτήση

αεροπορική πτήση
η
Flug m

Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προέλευση — η / προέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ η καταγωγή, το γένος, η οικογένεια από τα οποία προέρχεται κάποιος (α. «άνθρωπος άγνωστης προέλευσης» β. «προελεύσει σαρκικῇ ἐκ τῆς Παρθένου τεχθῆναι», Λεόντ. γ. «τὴν θεανδρικὴν ἐκ τῆς Μαρίας προέλευσιν», Γρηγ. Ναζ.)… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • Γκαγκάριν, Γιούρι Αλεξέγεβιτς — (Yury Alekseyevich Gagarin, Γκζατσκ1934 – 1968). Σοβιετικός κοσμοναύτης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε διαστημική πτήση (1961). Σπούδασε αρχικά τεχνικός μεταλλουργίας, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στην αεροπορική λέσχη του… …   Dictionary of Greek

  • αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Военно-воздушные силы Греции — Ελληνική Πολεμική Αεροπορία Военно воздушные силы Греции Эмблема ВВС Греции Страна …   Википедия

  • εφόρμηση — (I) η (ΑΜ ἐφόρμησις) [εφορμώ Ι] ορμητική επίθεση, έφοδος, επιδρομή νεοελλ. 1. (ψυχολ.) αυθόρμητη ένταση τής ενέργειας που παρουσιάζεται με υποσυνείδητη βουλητική προσπάθεια κατά την επιτέλεση συνεχούς έργου 2. φρ. «κάθετη (ή κατακόρυφη) εφόρμηση» …   Dictionary of Greek

  • Εξιπερί, Αντουάν ντε Σεντ — (Antoine de Saint Exupéry, Λιόν 1900 – 1944). Γάλλος αεροπόρος και συγγραφέας. Σταδιοδρόμησε ως αεροπόρος και, μάλιστα, υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους πιλότους νυχτερινών πτήσεων, αφού πραγματοποιούσε από το 1929 τακτικά νυχτερινά δρομολόγια… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Κορόλιοφ, Σεργκέι Πάβλοβιτς — (Sergey Pavlovich Korolyov, Ζιτομίρ 1906 – 1966). Ρώσος επιστήμονας, πρωτοπόρος στη σχεδίαση και στην κατασκευή πυραύλων, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Άρχισε να εργάζεται στην αεροπορική βιομηχανία το 1927. Το 1930 αποφοίτησε από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”